- ὑπόσκνιπος
- ὑπόσκνῑπος, ον,A somewhat shortsighted, PPetr.3p.8, al. (iii B. C.); also [full] ὑπόσκνιφος, ib.p.15 (iii B. C.), PSI8.907.21 (i A. D.); [full] ὑπόσκιφος, Sammelb.6822.12 (ii B. C.); [full] ὑπόσχνιφος, PTeb.816 i 18 (ii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.